- τρικόλλυβον
- τρι-κόλλυβον, τό, eine Münze, drei κόλλυβοι an Wert
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρικόλλυβον — a three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρικόλλυβον — τὸ, Α ευτελές νόμισμα που είχε αξία τριών κολλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόλλυβος «νόμισμα μικρής αξίας»] … Dictionary of Greek
τριτοκόλλυβον — τὸ, Α μικρό νόμισμα, το ένα τρίτο τού κολλύβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κόλλυβος «νόμισμα μικρής αξίας». Ο τ. είναι πιθ. δ. γρφ. τού τρικόλλυβον] … Dictionary of Greek